κασκόλ

κασκόλ
το
μακρόστενο πλεκτό ή από ύφασμα περιλαίμιο που προφυλάσσει τον λαιμό από το κρύο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cache-col από cacher «κρύβω» και col «λαιμός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κασκόλ — το (λ. γαλλ.), άκλ., πλεχτό περιλαίμιο που προφυλάσσει το λαιμό από το κρύο: Πάρε και το κασκόλ σου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • PAS Giannina F.C. — PAS Giannina Full name Πανηπειρωτικός Αθλητικός Σύλλογος Γιάννινα (Panepirotic Athletic Association Giannina) Nickname(s) Ajax of Epirus Pagourades (Canteen Men) Founded …   Wikipedia

  • περιλαίμιο — το καθετί που φοριέται γύρω από το λαιμό, γιακάς, γραβάτα, κασκόλ, σάλι, κολάρο: Οριζόντιο περιλαίμιο, το παπιγιόν …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”